Ενεστώτας
Οριστική Υποτακτική Ευκτική Προστακτική
πλέω πλέω πλέοιμι
πλεῑς πλέῃς πλέοις πλεῑ
πλεῑ πλέῃ πλέοι πλείτω
πλέομεν πλέωμεν πλέοιμεν
πλεῑτε πλέητε πλέοιτε πλεῑτε
πλέουσι(ν) πλέωσι(ν) πλέοιεν πλεόντων ή πλείτωσαν
Απαρ. πλεῑν
Μτχ. πλέων –
πλέουσα – πλέον
Παρατατικός
Οριστική
ἒπλεον ὁ
προστάτης οἱ προστάται
ἒπλεις τοῡ
προστάτου τῶν προστατῶν
ἒπλει τῷ
προστάτῃ τοῑς προστάταις
ἐπλέομεν τόν
προστάτην τούς προστάτας
ἐπλεῑτε ὦ
προστάτα ὦ προστάται
ἒπλεον
Εν. πείθουσι(ν) ἀποπλεῑν Ορ.
πείθουσι(ν)
Πρτ. ἒπειθον Υπ.
πείθωσι(ν)
Μελ. πείσουσι(ν) ἀποπλεύσεσθαι - ἀποπλευσεῑσθαι Ευκτ. πείθοιεν
Αορ. ἒπεισαν ἀποπλεῡσαι Πρστ. πειθόντων ή πειθέτωσαν
Πρκ. πεπείκασι(ν) ἀποπεπλευκέναι
Υπρσ. ἐπεπείκεσαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου